- αστροφεγγής
- ης, ες освещаемый звёздами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστροφεγγής — ές (AM ἀστροφεγγής, ές) αυτός που φωτίζεται από την ακτινοβολία των άστρων … Dictionary of Greek
ἀστροφεγγές — ἀστροφεγγής shining with the light of heavenly bodies masc/fem voc sg ἀστροφεγγής shining with the light of heavenly bodies neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
αστρόφεγγος — η, ο 1. ο αστροφεγγής 2. το ουδ. ως ουσ. το αστρόφεγγο η αστροφεγγιά … Dictionary of Greek
φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… … Dictionary of Greek
ԱՍՏԵՂԱՃԱՃԱՆՉ — (ա.) NBH 1 0318 Chronological Sequence: 10c Ճաճանչեալ իբրեւ զաստեղս. ἁστροφεγγής, ἁστροφαής in modum stellarum resplendens *Ի քամիթայ աստեղաճաճանչ ʼի բոլորածիրանէ ոսկեթել. Պտմ. աղեքս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)